-
1 μᾶζα
Grammatical information: f.Meaning: `barley-cake' (IA.), `(metall-)clump, mass, ball' (LXX, J., pap.).Other forms: (Hdn. Gr. 2, 937, after Moer. Att.), μάζα (hell. after Moer.), Megar. μᾶδδα (Ar. Ach. 732, 835)Compounds: Compp., e.g. μαζο-νόμος (pap. IIIp), - νόμον (hell. inscr.), - νόμιον (Callix. 2), - νομεῖον (com.) `trencher for b.-c.'; ὁλό-μαζος `with its whole mass, complete' (Hero Stereom.).Derivatives: Deminut. μαζ-ίσκη (Ar.), - ίον (Phryn. Com. a.o.). Adj. μαζ-ηρός `belonging to μᾶζα' (Poll.; like σιτηρός a.o.), μαζεινὸς (for μάζινος?) βοῦς ὁ ἐξ ἀλφίτων H. Denomin. μαζάω `knead a barley-cake' (pap., H.), ὑπερ-μαζάω `get too much (barley-bread)' (Ath., Luc.; also μαζάω [Suid.]; cf. κριθάω). -- Unclear μαζύγιον n. (beside μαζύς f.) `amalgam' (Zos. Alch.). -Origin: IE [Indo-European]X [probably] [696] *maǵ-? `knead'.Etymology: From μαγ-ῆναι, pres. μάσσω (s. v.) with ι̯α-suffix (Chantraine Form. 99, Schwyzer 474); cf. μᾶζα μεμαγμένη (Archil.). The unclear long α must be secondary, cf. Leumann Mél. Marouzeau (1948) 380f. (= Kl. Schr. 163f.); further Björck Alpha impurum 44. From μάζα Lat. massa `clumpen, Masse' (Plaut.); s. W.-Hofmann s.v., also Leumann Sprache 1, 206 (= Kl. Schr. 172f.). Comparison with OCS mažǫ, mazati `salve,smear' would lead to *maǵ-. which is impossible as IE did not have an *a. - Not with Assmann Phil. 67, 199 Semit. LW [loanword] (to Hebr. maṣṣāh `unsoured bread'; this rather from Greek.?, s. Gordon Antiquity 30, 22ff.).Page in Frisk: 2,158-159Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μᾶζα
-
2 μάζα
μάζα, ἡ, od. richtiger nach Drac. p. 72. 100 μᾶζα, wie Bekker überall schreibt, eigtl. das Geknetete, von μάσσω, bes. Gerstenbrot, Her. 1, 200; Archil. 56; μάζας γενναίας, Plat. Rep. II, 372 b; ἐμοῦ μᾶζαν μεμαχότος, wie wir sagen »Einem Etwas einbrocken«, mit Anspielung auf μάχη, μάχομαι, Ar. Equ. 55 u. öfter; φυστή, Vesp. 610; ἄρτους, μάζας nennt er neben einander, Eccl. 606, vgl. Plut. 192; sie werden auch sonst unterschieden, vgl. Ath. IV, 137 e; daher sprichwörtlich ἀγαϑὴ καὶ μᾶζα μετ' ἄρτον, Zenob. 1, 12; ἐπὶ τῶν τὰ δευτερεῖά τισι διδόντων; vgl. Achaeus bei Ath. VI, 270 e; Xen. Cyr. 1, 2, 11. 6, 2, 28 u. Folgde; κυρβαίη, ἀμολγαίη s. unter diesen Wörtern. Vgl. nach Ath. XIV, 663 b; nach den VLL. ursprünglich ἡ τροφὴ ἀπὸ γάλακτος καὶ σίτου.
-
3 μαζα
μάζα, μᾶζαἥ1) тесто Her.2) лепешка, ячменный хлеб(μᾶζαι καὴ ἄρτοι Plat.)
μ. ἀμολγαίη Hes. — молочный хлеб, сдобная лепешка -
4 μαζα...
μᾶζα...μάζα, μᾶζαἥ1) тесто Her.2) лепешка, ячменный хлеб(μᾶζαι καὴ ἄρτοι Plat.)
μ. ἀμολγαίη Hes. — молочный хлеб, сдобная лепешка -
5 μᾶζα
A barley-cake, Archil.2, Hdt.1.200, Democr.246, etc.; ; κυρβαίη (v.l. κυρκ-) Hom.Epigr.15.6; : distd. from ἄρτος (wheaten bread), Hp.VM8, cf. Acut. 37, Aff.52, Ar.Ec. 606, Antiph.226.1, X.Cyr.1.2.11, Ath.3.114e;μ. καὶ ὕδωρ Epicur.Ep.3p.64U.
; δουλίας μ. τυχεῖν to eat the bread of slavery, A.Ag. 1041: prov., ἀγαθὴ καὶ μᾶζα μετ' ἄρτον, of second best things, Zen.1.12; μᾶζαν μεμαχώς having baked a cake, with a play on μάχην μεμαχημένος, Ar.Eq.55. -
6 μάζα
-
7 μᾶζα
-
8 μάζα
μάζα, ἡ, eigtl. das Geknetete, von μάσσω, bes. Gerstenbrot; ἐμοῦ μᾶζαν μεμαχότος, wie wir sagen 'einem etwas einbrocken', mit Anspielung auf μάχη, μάχομαι -
9 μάζα
μά̱ζᾱ, μᾶζαbarley-cake: fem nom /voc /acc dual——————μά̱ζᾱͅ, μᾶζαbarley-cake: fem dat sg (doric aeolic) -
10 μάζα
-
11 μάζᾳ
Βλ. λ. μάζα -
12 μάζα
[маза] ουσ. Θ. масса,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μάζα
-
13 μάζα
-ης ἡ N 1 0-0-0-0-2=2 Bel 27lump, cake -
14 μάζα
[маза] ουσ θ масса. -
15 μάζα
kitle, yığın, küme -
16 μάζα
masse -
17 μάζα
masa (f) rzecz. -
18 μάζα
1) hmota2) masa3) množství4) spousta -
19 μάζα
massΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μάζα
-
20 kitle
μάζα
См. также в других словарях:
μᾶζα — barley cake fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek
μάζα — η 1. ό,τι μοιάζει με ζύμη ή λάσπη: Τα φρούτα έγιναν μια μάζα. 2. ο λαός, ιδιαίτερα οι εργαζόμενες τάξεις, πλήθος λαού: Οι εργατικές μάζες διεκδικούν τα δικαιώματά τους. 3. (φυσ.), το ποσό ύλης που περιέχει ένα σώμα: Αυτό το σώμα έχει μάζα 100… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάζα — μά̱ζᾱ , μᾶζα barley cake fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάζᾳ — μά̱ζᾱͅ , μᾶζα barley cake fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίσιμη μάζα — Όρος της πυρηνικής φυσικής που δηλώνει την ελάχιστη μάζα ενός σχάσιμου υλικού, η οποία είναι απαραίτητη για να πραγματοποιηθεί μια αλυσωτή αντίδραση (ικανή να μας δώσει τη λεγόμενη πρώτη γενεά σωματιδίων). Εκτός από τον όρο κ.μ. χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… … Dictionary of Greek
μᾶζ' — μᾶζα , μᾶζα barley cake fem nom/voc sg μᾶζαι , μᾶζα barley cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
αδενοειδείς εκβλαστήσεις — Μάζα λεμφικού ιστού μεταξύ ρινικής κοιλότητας και φάρυγγα. Η οξεία φλεγμονή των α.ε. προκαλεί αδενοειδίτιδα, που χαρακτηρίζεται από πυρετό, δυσκολία αναπνοής από τη μύτη, φλόγωση του μέσου αφτιού και γενική κατάπτωση. Αδενοειδισμός ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
μᾶζαι — μᾶζα barley cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)